Caravaggio, St Matthew and the Angel
Το 1565 ο Γάλλος Matteo Contarelli, πρελάτος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ανέγειρε ένα παρεκκλήσιο στη Ρώμη προς τιμή του San Luigi dei Francesi (Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων). Ωστόσο ο ναός δεν διακοσμήθηκε όσο ήταν εν ζωή ο Contarelli και η διαθήκη του όριζε ως υπεύθυνο το Virgilio Crescenzi. Τελικά, η διακόσμηση ολοκληρώθηκε από το υιό του, Giacomo Crescenzi.
Oil on canvas, 223 x 183 cm
Formerly Kaiser-Friedrich-Museum, Berlin
Ο Caravaggio στα 1602 -κι ενώ χαίρει μιας διασημότητας στη Ρώμη- έχει αποδείξει περίτρανα πως είναι ικανός να αναγάγει τη ζωγραφική σε άλλο επίπεδο. Οι παραδοσιακές φόρμες απεικόνισης του θείου θαύματος εγκαταλείπονται, η υπερκόσμια αύρα που διέτρεχε τα έργα της Αναγέννησης συνθλίβεται και πλέον κάθε μορφή δομημένη σε περιβάλλον οικείο στο θεατή αποκτά γήινα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, οι νέοι όροι σύνθεσης εμφανώς εμπνευσμένοι από την καθημερινή ζωή προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ "ιερού και βέβηλου". Δύο έργα του καλλιτέχνη, Το Μαρτύριο του Ματθαίου και Η Κλήση του Ματθαίου, κοσμούν ήδη τους τοίχους του San Luigi dei Francesi. Αν και υπήρχαν αντιρρησίες σχετικά με την ανάθεση ενός νέου έργου στον Caravaggio, οι πλειοψηφία είχε ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα της εργασίας του, συνεπώς επιλέχθηκε και για ένα θέμα με το Ματθαίο να καθοδηγείται στη γραφή του από έναν άγγελο, η ανάθεση του οποίου έγινε στις 7 Φεβρουαρίου 1602 από τον Giacomo Crescenzi. Ο κατά παραγγελία πίνακας προοριζόταν να αντικαταστήσει μία γλυπτική σύνθεση ενός Φλαμανδού ονόματι Jacob Cobaert, το έργο του οποίου απορρίφθηκε παράλληλα με την τοποθέτησή του κρινόμενο ως μη ικανοποιητικό.
Η πρόσκληση του Caravaggio ήταν αναμφισβήτητα μεγάλη, καθότι έπρεπε σε διάστημα τριών μηνών να παραδώσει τον πίνακα, αλλά και να δημιουργήσει ένα δυναμικό αντικατάστατο για το απορριφθέν γλυπτό του Cobaert. Εντούτοις, η εκτέλεση και παράδοση του πίνακα το Μάιο ακολουθήθηκε από μία απόρριψη λόγω ηθικών και θρησκευτικών παραγόντων. Όπως παρατηρείται στην ασπρόμαυρη εικόνα παραπάνω, ο Ματθαίος απεικονίζεται ως ένας άξεστος, γενειοφόρος χωρικός ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν αποπνέει τη λάμψη του Ευαγγελιστή ως έδει. Γυμνός κάτω από τους αγκώνες και τα γόνατα, ρακένδυτος και βρώμικος, κοιτά με τα μάτια ορθάνοιχτα τις σελίδες μπροστά του γεννώντας ακόμα και την απορία αν γνωρίζει γραφή! Ο κλήρος θεώρησε την ευπρέπεια ανύπαρκτη. Δεν αποδέχθηκε ούτε το σταυροπόδι ούτε την προεξέχουσα πατούσα, αλλά κυρίως αυτό που σκανδάλισε περισσότερο ήταν αναντίρρητα η ερωτική χροιά του αγγέλου. Με βλέμμα φιλήδονο κάτω από το ημίφως οδηγεί νωχελικά τα άκομψα, χοντρά χέρια του Ματθαίου, ενώ το ανδρόγυνο πρόσωπο και τα μακριά με μπούκλες μαλλιά έρχονται εν πλήρη αντιθέσει με την τραχεία και φαλακρή κεφαλή του Αγίου. Χρωματικά -το μόνο που είναι δυνατό να σημειωθεί- στο σκοτεινό φόντο του πίνακα προβάλλουν αντιθετικά οι μεγάλες, πάλλευκες πτέρυγες του αγγέλου, οι οποίες αναδεικνύουν τις ανατομικές μελέτες των μεγάλων δασκάλων του προηγούμενου αιώνα κυρίως.
Το έργο πωλήθηκε τελικά στον προστάτη του Caravaggio, μαρκήσιο Vincenzo Giustiniani, και κατέληξε έπειτα στο Βερολίνο, όταν το 1815 οι απόγονοι του μαρκησίου τον πώλησαν στο μουσείο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου. Δυστυχώς, το έργο καταστράφηκε το 1945 σε βομβαρδισμό της πόλης κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Oil on canvas, 296,5 x 195 cm
Contarelli Chapel, San Luigi dei Francesi, Rome
Η αποτυχία του Caravaggio να ευχαριστήσει τον κλήρο του San Luigi dei Francesi τον ώθησε στην παραγωγή ενός νέου πίνακα βάσει μιας πιο συντηρητικής και κλασικής οδού, όπως περιγράφουν σύγχρονοι μελετητές του ζωγράφου, με τις δύο μορφές να διατηρούν πλέον τις καθώς πρέπει αποστάσεις. Πράγματι, ο Ματθαίος έχει έκδηλα ευγενέστερα χαρακτηριστικά και ένα φωτοστέφανο στην κεφαλή του, ενώ ο άγγελος άνωθεν δεν κινεί αυτόματα το χέρι του Ευαγγελιστή, αλλά χρησιμοποιεί νοηματικές κινήσεις. Επιπλέον, το γεωμετρικό μοτίβο του πτυχωτού υφάσματος του αγγέλου σε συνδυασμό με το συνολικό τρόπο της έκτασης του άνω μέρους του κορμιού που συνενώνεται ελικοειδώς με το σώμα του Ματθαίου γεννά μία σύνθεση αρκετά επιτηδευμένη. Ο ζωγράφος αυτή τη φορά δε λησμόνησε και το χώρο όπου θα διακοσμηθεί από το έργο του. Η θέση του θα ήταν μεταξύ δύο στήλων, συνεπώς προτίμησε να φιλοτεχνήσει μία σκηνή που εξελίσσεται κατακόρυφα, ώστε και το εξωτερικό περιβάλλον να συναινεί στη συνολικότερη αισθητική.
Αναλύοντας, όμως, την πινελιά του καλλιτέχνη παρατηρούμε ότι ο Caravaggio υπεκφεύγει του κλασικού ωμού ρεαλισμού που είχε διαμορφώσει στην πορεία του. Το οπτικό τέχνασμα, κατά το οποίο ο καθοδηγούμενος άγιος γέρνει την καρέκλα προς τα πάνω, αποτελεί το συνδετικό κρίκο που ξεκλειδώνει την κινητικότητα της γενικότερης σύνθεσης ως έργο και χώρος. Με την κάθοδο του αγγέλου μεταφέρεται ο κινητικός παλμός που διαχέεται ευφυώς στο καθολικό χώρο του παρεκκλησίου. Η αστάθεια του Ματθαίου και η προσπάθειά του να ισορροπήσει, αν και αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο σημασιολογικά στοιχείο, δεν έγειρε αντιδράσεις. Ο πίνακας παραδόθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με τα έγγραφα ο Caravaggio έλαβε την πληρωμή του στις 22 Σεπτεμβρίου.
Ο ζωγράφος κατορθώνει να αποπνεύσει σε μεγάλη κλίμακα τη μυσταγωγία που ζητούσε ο κλήρος γι' αυτό το ρετάμπλ, από την εναπόθεση του κρεμάμενου αγγέλου που περιτυλίγεται μέσα σ' αυτόν τον στρόβιλο του πέπλου λυγίζοντας επιμελώς τα δάκτυλά του και το σχολαστικό βλέμμα του αγίου, εκπέμποντας τον σπινθήρα της θείας φώτισης. Ένα δυναμικό χρώμα στο χιτώνα του Ματθαίου και το λευκό του πέπλου του αγγέλου φωτίζουν τις μορφές και τις προβάλλουν αριστοτεχνικά μέσα από τις σκιές του φόντου. Αν και η δεύτερη έκδοση κοσμεί ακόμα το παρεκκλήσιο -η θέαση του έργου πριν από χρόνια απαιτούσε πληρωμή, καθώς έπρεπε να φωτιστεί- η πρώτη εκδοχή παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρο, κυρίως λόγω των καινοτομιών που είχε εισάγει ο Caravaggio. Πάθος, ερωτισμός, έμπνευση από τις απλές καθημερινές σκηνές τολμούνται να εκτεθούν ενώπιον του κλήρου χωρίς ωστόσο να εμποδιστεί η απόρριψη.