Ο Andrea Mantegna (Αντρέα Μαντένια, π. 1431 - 13 Σεπτεμβρίου 1506) γεννήθηκε κοντά στην Πάντοβα -πόλη στην οποία και διδάχθηκε την τέχνη της ζωγραφικής. Καθόλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας διατήρησε την τεχνοτροπία που υιοθέτησε στην Πάντοβα, ωστόσο ανέπτυξε την ικανότητά του στη χρωματική σύνθεση, η οποία, αν και αρχικά πρόδιδε μια αναποφασιστικότητα, στην πορεία εξελίχθηκε σε ένα ζωηρό παλμό τονισμού και έντασης. Η μετάβαση του Mantegna στη Μάντοβα το 1461 έδωσε νέα πνοή στο έργο του. Οι ουμανιστικές επιρροές που δέχθηκε από τις πνευματικές μορφές της νέας του κατοικίας ανέσυραν το πάθος για την αναπαράσταση της κλασικής αρχαιότητας, η οποία -ανεξαρτήτως θεματολογίας των πινάκων του- κυριαρχεί έκδηλα από τις ανατομικές μορφές έως και τους φαινόμενους συμβολισμούς. "Η Παναγία της Νίκης", έργο φιλοτεχνημένο κατά παραγγελία του Francesco II Gonzaga (Φραντσέσκο Γκοντσάγκα), μαρκησίου της Μάντοβα, τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσιο της Santa Maria della Vittoria -σχεδιασμένη από τον ίδιο τον καλλιτέχνη- σε ανάμνηση της νίκης επί των Γάλλων στο Φορνόβο, κοντά στην Πάρμα, το 1495.
Το έργο, αναμφίβολα, βρίθει από στρατιωτικούς υπαινιγμούς. Πρώτος ο ίδιος ο μαρκήσιος γονατίζει για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στην Παρθένο, όμως δεν παρίσταται μόνος. Ανάμεσα στις μορφές που κυκλώνουν το μαρμάρινο θρόνο είναι και τρεις στρατιωτικοί άγιοι εμφανώς αναγνωρίσιμοι από τις πλουσιοπάροχες στολές τους αλλά και τα απτά τους σύμβολα. Στα αριστερά, πίσω από το μαρκήσιο, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στηρίζει στο δάπεδο το περίτεχνα διακοσμημένο του ξίφος, ο οποίος μαζί με τον Άγιο Γεώργιο, του οποίου το δόρυ διαφαίνεται σπασμένο, βαστάζει το μανδύα της Παναγίας, υπό τη σκέπη της οποίας βρίσκεται ο Francesco II Gonzaga και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως νήπιο με την Αγία Ελισάβετ πλάι του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο μορφές στο πίσω επίπεδο του έργου. Πίσω από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ προβάλει το κεφάλι του Αγίου Ανδρέα κρατώντας σταυρό, ενώ από την άλλη πλευρά ο Άγιος Λογγίνος αναγνωρίζεται από το πλουμιστό του κράνος, δύο Άγιοι προστάτες της Μάντοβα.
Μεγαλύτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωμετρική σύνθεση του έργου. Ο Mantegna έχει εισάγει μία νέα συνθετική διάταξη, κατά την οποία ο χώρος διευθετείται από διαγωνίους, τεχνική που αναπτύχθηκε αρκετά από τους ζωγράφους του 16ου αιώνα. Ο αίθριος θόλος που σκεπάζει όλα τα πρόσωπα του έργου συμβολίζει τον παράδεισο, η αψίδα του οποίου σηματοδοτεί την είσοδο στον καταπράσινο και με πλούσια βλάστηση κήπο. Η Παναγία μεσιτεύει στην είσοδο των ανθρώπων κάτω από έναν περίτεχνο διάκοσμο από γιρλάντες που δημιουργούν μία ενσωματωμένη πυραμίδα στη σφαιρική άνω σύνθεση. Η παραλληλία των γιρλάντων με το μανδύα της Παρθένου συναινεί στη διαμόρφωση της τάξης, η οποία εξυψώνει αναντίρρητα το Θείο Βρέφος στα χέρια της Μητέρας του. Αν και ο Mantegna θεωρείται αυστηρός στη σχηματοποίηση των γραμμών, την "Παναγία της Νίκης" διατρέχει μία παλλόμενη ένταση που υποβοηθούν και τα βαθύχρωμα ρούχα και φόντο της σκηνής.
Ο ζωγράφος, εντούτοις, δε διστάζει να εισάγει γλυπτικές εικόνες στο έργο. Ο θρόνος αλλά κυρίως ο γλυπτικός διάκοσμος του ίδιου του θρόνου αποτελούν απτά στοιχεία. Στο κάτω επίπεδο, λοιπόν, επιλέγεται ως θέμα το προπατορικό αμάρτημα για λόγους προφανείς και μη. Αφενός πραγματοποιείται η αναφορά στο λυτρωτικό έργο του Χριστού, αφετέρου σχετίζεται με την εύρεση των χρημάτων για την παραγγελία του ρετάμπλ. Μετά από πρόστιμο που επιβλήθηκε σε έναν Εβραίο λόγω απομάκρυνσης μιας εικόνας της Παναγίας από την οικία του ανατέθηκε στο Mantegna η σύνθεση μιας πιο μεγαλοπρεπούς σκηνής.
Η ανάπτυξη ενός φλογερού ενδιαφέροντος για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και παράλληλα η επιρροή από το διάσημο Ιταλό γλύπτη της Αναγέννησης Donatello στάθηκαν σταθμοί στην καλλιτεχνική αναζήτηση του Mantegna. Οι μορφές του, συμπαγείς, ξεχωρίζουν για την εκφραστικότητα και την ανατομική ορθότητα.