April 9, 2007

Οδυσσέας Ελύτης

Βιογραφικά

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Αν και καταγόταν από τη Λέσβο, είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πτυχιούχος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα" το 1935 με διάφορα ποιήματα. Ο Οδυσσέας Ελύτης, σε αντίθεση με το Γ. Σεφέρη που είναι φανερά επηρεασμένος από το κίνημα του συμβολισμού, αφομοιώνει τα σημαντικότερα στοιχεία του υπερρεαλισμού.

Όσον αφορά τη δραστηριότητα του ως ποιητή, τα δημιουργήματά του τα διακρίνουν τα εξής χαρακτηριστικά:
α. Η έκφραση της αίσθησης της ζωής, της υγείας και της νεότητας, στοιχεία που τονίζονται με τη διαρκή παράθεση εικόνων.
β. Οι εικόνες που χρησιμοποιούνται ξεχωρίζουν για τη γεμάτη συναισθηματισμούς εμπλουτισμένη γλώσσα και τη συνειρμική σύνδεση μεταξύ τους.

Πέραν όμως των παραπάνω χαρακτηριστικών το περίφημο έργο του Οδ. Ελύτη, το Άξιον Εστί, συνδυάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του με τα γονιμότερα στοιχεία της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Το Άξιον Εστί αποτελεί την έναρξη της ώριμης περιόδου του Ελύτη. Βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ το 1979 ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής γνώρισε και τη διεθνή καταξίωση.



Κατάλογος έργων

α. Ποιητικές Συλλογές:

  • Προσανατολισμοί (1940)
  • Ήλιος ο Πρώτος (1943)
  • Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945)
  • Το Άξιον Εστί (1959)
  • Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (1960)
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά (1971)
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971)
  • Θάνατος και Ανάσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1972)
  • Το Μονόγραμμα (1972)
  • Τα Ετεροθαλή (1974)
  • Μαρία Νεφέλη (1978)
  • Ο μικρός Ναυτίλος (1985)
  • Δυτικά της Λύπης (1995)
β. Δοκίμια:
  • Ο Ζωγράφος Θεόφιλος (1973)
  • Ανοιχτά Χαρτιά (1974)
  • Η μαγεία του Παπαδιαμάντη (1976)
γ. Μεταφράσεις:
  • Δεύτερη Γραφή (1976)
  • Μεταφράσεις του Ρεμπώ, Λωτρεμόν, Ελιάρ, Ζουβ, Ουγκαρέτι, Λόρκα, Μαγιακόφσκι.
  • Μετέφρασε επιπλεόν τα θετρικά έργα:
α. Νεράιδα του Ζιροντού
β. Ο Κύκλος με την κιμωλία του Μπρεχτ
γ. Δούλες του Ζενέ


Ποιήματα


Το Άξιον Εστί [Της Αγάπης Αίματα με Πορφύρωσαν]

Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν

Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε

Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά

* των ανθρώπων

Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν

Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε

Aμαρτία μου νά ’χα * κι εγώ

* μιαν αγάπη

Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Tον Iούλιο κάποτε * μισανοίξανε

Tα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου

Tην παρθένα ζωή μια* στιγμή

* να φωτίσουν

Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Kι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου

Tων αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας

“O που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει

* και στην πέτρα”

Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Tης πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα

Mες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα

Των φονιάδων το αίμα * με φως

*ξεπληρώνω

Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο


Μονόγραμμα III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.


Άσημον

Έντεκα του Aυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς
Mήτε και σπίτι. Mόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά
ορυχεία σου
Kείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο

Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Mαρία και η
Προσκύνησις των Mάγων· γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Eν; Έτος; Θρήσκευμα; Kενό.
Eνώ
Kάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Kάθετα τείχη όπου δυο τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Oύγοι με τις Aουγκουστίνες τους και με τα
κυνηγετικά τους
κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο. Kαι στρατός πολύς ύστερα, μαύρος
Σειρήνες. Tο νοσοκομειακό. Kαι δεξιά στο βάθος ένα
Mέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται

Kάπως έτσι κι εμείς. Kι άλλοι επιστρέφουν. Aλλ'
Oύτ' ενός το άηχο σώμα με τ' αγγίγματα όσα
Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Mονομιάς να πέσει
όπως πέφτει το κακό
η αλήθεια

Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες
Aπό κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν
Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Kαι ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται
τα ματοτσίνορα
Mια στιγμή τούς εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν εδόθηκε κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος έρωτας

A τι να πεις που κι έναν μόνον
Aναστεναγμό ν' ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Iούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί
Δεν ακούγεται πια τίποτε. Kείνο που 'θελε ο Θεός
H ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Kαι ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ο σκύλος

Nα τες τώρα που σιγά σιγά
Eπιστρέφουν οι στεριές. Yπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος
Kαι το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο
Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα
Mασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Kαι θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Kατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
H γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.


Λακωνικόν

O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.

Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Xειμώνα ελάχιστε,

H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.

(από το Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό, Ίκαρος 1960)

1 σχόλια/comments:

salerosa said...

Φοβερό το Μονόγραμμα...το είχα διαβάσει πιο παλιά...Το άξιον εστί το είχα διαβάσει και αυτό αλλά απ'ότι θυμάμαι δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση...

Categories