Σε απόσταση ελάχιστων μέτρων από τη Μεταμόρφωση τον Σωτήρα βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, η εκκλησία του χωριού. Χτίστηκε, ίσως πάνω στη θέση προγενέστερου ναού το 1837 και η χρονολογία αυτή είναι σκαλισμένη σε μια ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα, εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του μνημείου. Ο ναός ανήκει στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με δύο σειρές από επτά κίονες. Ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος ήταν πολύ διαδεδομένος τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία. Οι διαστάσεις της εκκλησίας (22 x 13,6 μ.) υποδηλώνουν την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του οικισμού του Χορτιάτη κατά το 19ο αιώνα.
Εξωτερικά οι τοιχοποιίες του ναού είναι αρμολογημένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται εν μέρει οι δομημένες πέτρες. Στη δυτική όψη είναι διαμορφωμένη ανοιχτή ξύλινη στοά (χαγιάτι), χαρακτηριστικό στοιχείο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Μακεδονίας, που οφείλει την παρουσία του, κυρίως, στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Στο εσωτερικό υπάρχει στη δυτική πλευρά ο απαραίτητος την εποχή της τουρκοκρατίας γυναικωνίτης. Στα νότια της εκκλησίας βρίσκεται το κωδωνοστάσιό της, που οικοδομήθηκε το 1874.
Έντονη είναι η παρουσία του βυζαντινού στοιχείου στο ναό. Η εξωτερική πλευρά της αψίδας του ιερού κοσμείται με εννέα τυφλά αψιδώματα, στοιχεία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Τα μαρμάρινα υπέρθυρα της νότιας και της δυτικής εισόδου και οι παραστάδες της δεύτερης είναι βυζαντινά γλυπτά σε δεύτερη χρήση, ενώ βυζαντινά είναι και τα θυρώματα που διαμορφώνουν τις ποδιές των παραθύρων της νότιας πλευράς. Επιπλέον, στη δυτική και νότια όψη του ναού υπάρχουν εντοιχισμένα κομμάτια από γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων, πολλά από τα οποία δεν αποκλείεται να προέρχονται από τη Μονή Χορταΐτου. Παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη συναντούμε κυρίως στη στοά της δυτικής όψης:
Τρεις από τις κολόνες που στηρίζουν τη μονόρριχτη στέγη της και τρία κιονόκρανα στο πέτρινο πεζούλι της ανήκουν στην εποχή αυτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λιθανάγλυφες διακοσμητικές πλάκες που είναι εντοιχισμένες στη νότια και την ανατολική πλευρά του ναού. Τα θέματά τους - ανθρώπινες μορφές, σταυροί, πουλιά, φυτικά και απλά διακοσμητικά μοτίβα - έχουν έντονο λαϊκό χαρακτήρα. Πάνω από τις πλάκες αυτές διαμορφώνονται τόξα, στο κέντρο των οποίων έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινα ανθρώπινα πορτρέτα με σαφείς διαφορές στα χαρακτηριστικά των προσώπων. Κατά μία άποψη πρόκειται για απεικονίσεις των μαστόρων που εργάστηκαν στην εκκλησία.
Στο εσωτερικό του ναού σώζονται το ξύλινο τριμερές τέμπλο, ο δεσποτικός θρόνος, ο άμβωνας και ένα πλούσια διακοσμημένο αναλόγιο με επιγραφή που το χρονολογεί στα 1729 (προφανώς από παλαιότερη εκκλησία). Πολλές από τις εικόνες τον τέμπλου (όπως αυτές του Χριστού, της Μεταμόρφωσης και του Αγίου Νικολάου), καθώς και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στα βημόθυρα είναι έργα γνωστών ζωγράφων του 19ου αιώνα, με έντονη δραστηριότητα στην κεντρική Μακεδονία. Από τα κειμήλια τον ναού αξίζει να μνημονευτούν δύο από τα χειρόγραφα, που χρονολογούνται στο 14ο και 15ο αιώνα, καθώς και έντυπα λειτουργικά βιβλία με ενθυμίσεις που γράφουν διάφορα γεγονότα και χρονολογούνται από το 17ο αιώνα μέχρι το 1947. Δύο από αυτές αναφέρονται στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912) και στο ολοκαύτωμα τον Χορτιάτη (1944). Σώζονται, επίσης, μια χρυσή επένδυση Ευαγγελίου, του 1806, και ένας περίτεχνος σταυρός αγιασμού.